Τετάρτη 30 Μαΐου 2012



Μαθηματικά
Προβλήματα
 Από το τετράδιο εργασιών σελίδα  34, 35

Γλώσσα

Από το Ανθολόγιο  σελίδα 138  "Ο πονόδοντος του Γκρινιάρη"
       
Τον κακόμοιρο τον Γκρινιάρη! Πονούσε, ξεφώνιζε, κι αντί να σταθεί
στη θέση του ή να κάνει πίσω για να πεταχτεί το δόντι, πετάχτηκε
εκείνος μπροστά και του κάκου οι άλλοι τραβούσαν το σπάγκο.
– Στάσου, μωρέ κουτέ, του φωνάζουν. Νομίζεις πως εσένα τραβούμε
ή το δόντι σου; Έτσι που κάνεις δε θα βγει ποτέ!


Μα ο Γκρινιάρης δεν άκουγε τίποτα. Ησύχασε για μια στιγμή και
μόλις τον ξαναπόνεσε, πετιέται πάλι μπροστά ξεφωνίζοντας:
– Άι! Άι!
– Δεν είναι δουλειά αυτή, λέει ο Πασάς. Πιάστε τον! Πιάστε τον, να
τελειώνουμε!
Του ρίχτηκαν μαζί όλα τα ζώα. Τον έπιασαν, τον ανάγκασαν να στα-
θεί ακίνητος κι οι δυο γαϊδαρέλοι άρχισαν πάλι να τραβούν. Μα του
κάκου! Ο Γκρινιάρης αντιστεκόταν με τόση δύναμη, ώστε τους ξέ-
φευγε. Και πού να βγει το δόντι! Τον ξανάπιαναν, ξανατραβούσαν, μα
πάλι τα ίδια. Γίνονταν μαλλιά κουβάρια. Κι επειδή φώναζαν όλοι μα-
ζί κι ο Γκρινιάρης περισσότερο απ’ όλους, έκαναν τέτοιο θόρυβο, που
αναστατώθηκε όλη η αυλή και το σπίτι.
Έτρεξαν και τα σκυλιά, να δουν τι συμβαίνει και, όπως κάνουν
τα σκυλιά όταν βλέπουν καβγά, άρχισαν να γαβγίζουν με θυμό.
Απεναντίας,❉ οι γάτες, όταν είδαν εκείνη τη φασαρία, φοβή-
θηκαν και με φουντωμένες τις ουρές έτρεξαν να κρυφτούν.
Σε μια στιγμή, που είχαν πέσει κάτω όλοι κι ετοιμάζονταν να
σηκωθούν και να ξαναρχίσουν, ο Γκρινιάρης τούς φώναξε:
– Σταθείτε! Μην κοπιάζετε άδικα. Κανένα δόντι δε μου πονά!
– Ψέματα! φώναξε ο Πασάς. Φοβάται και γι’ αυτό το λέει.
– Όχι, όχι, σας ορκίζομαι, είπε κλαίγοντας ο Γκρινιάρης. Ποτέ δε
μου πόνεσε δόντι.
– Και τότε, γιατί έσκουζες❉ όλη νύχτα;
– Να, να σας πω. Πονούσε το στομάχι μου, να γι’ αυτό. Είχα φάει
άγουρα, πράσινα μήλα, μήλα πολλά. Και για να μη με πείτε λαίμαργο,
σας είπα ψέματα πως είχα πονόδοντο.
– Μπα, τον κατέργαρο! Σου πέρασε τουλάχιστο τώρα;
– Μου πονεί ακόμα, μα λιγάκι. Θα περάσει. Εγώ, μια φορά, σας ευ-
χαριστώ που νοιαστήκατε για μένα.
– Μπα, σε καλό σου! Έλα, σ’ αφήνουμε τώρα. Ησύχασε. Άλλη όμως
φορά δε σε ξαναπιστεύουμε και να το ξέρεις. Ψεύτη!
Του έλυσαν το δόντι, έφυγαν και τον άφησαν μονάχο, σκυφτό, με
τα χέρια σταυρωμένα πάνω στην κοιλιά, που πραγματικά δεν του πο-
νούσε τώρα τόσο πολύ. «Πήγα να πεθάνω», συλλογιζόταν, «χώρια όσα
τράβηξα με το ψέμα που είπα. Α, ποτέ στη ζωή μου δε θα ξαναφάω ά-
γουρα πράσινα μήλα».